- μπάτσισμα
- το [μπατσίζω]χαστούκισμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανάστροφος — η, ο επίρρ. α 1. ο γυρισμένος ανάποδα: Δεν του άρεσε η ανάστροφη όψη του υφάσματος. 2. το θηλ., ανάστροφη ως ουσ., μπάτσισμα με το έξω μέρος του χεριού, ανάποδη: Του δωσε μια ανάστροφη, που είδε τον ουρανό σφοντύλι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)